+30 2310 984000
  • Ελληνικά
  • English
  • Επιληψία στα παιδιά: Τι είναι και πώς επηρεάζει τη ζωή τους

    Η επιληψία ορίζεται ως δύο απρόκλητες κρίσεις που συμβαίνουν με χρονική απόσταση 24 ωρών ή ως ένα διαγνωσμένο επιληπτικό σύνδρομο.

    Η επιληψία είναι μία από τις συχνότερες νευρολογικές νόσους κατά την παιδική ηλικία.

    Πρέπει να διαχωρίζεται από την επιληπτική κρίση, η οποία μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε εξαιτίας μιας υπερβολικής εκφόρτισης των εγκεφαλικών νευρώνων υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όπως η διαταραχή ηλεκτρολυτών νατρίου, ασβεστίου και σακχάρου, η έλλειψη οξυγόνου, αλλά και η λήψη κάποιων φαρμάκων σε υπερβολικές ποσότητες.  Στα παιδιά για παράδειγμα προκύπτουν σπασμοί από πυρετό που δεν θεωρούνται επιληψία. Η επιληψία ορίζεται ως δύο απρόκλητες κρίσεις που συμβαίνουν με χρονική απόσταση 24 ωρών ή ως ένα διαγνωσμένο επιληπτικό σύνδρομο.

    Η επιληψία των παιδιών διαφέρει από την επιληψία των ενηλίκων, αφού ο οργανισμός τους βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή, ενώ και οι λόγοι της εμφάνισής της είναι περισσότερο ενδογενείς και συνδέονται με διαταραχές στην ωρίμανση και τις λειτουργίες του κεντρικού νευρικού συστήματος κατά την ανάπτυξή του.

    Διάγνωση και θεραπεία της επιληψίας

    Για τη διάγνωση της επιληψίας, πέραν της κλινικής εξέτασης και του ιστορικού των επιληπτικών κρίσεων, απαιτούνται ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και μαγνητική τομογραφία, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί και η γενετική διερεύνηση της επιληψίας.

    Εφόσον η επιληψία διαγνωστεί, πρέπει να καθοριστεί και το είδος της, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού οπότε και εμφανίζονται για πρώτη φορά επιληπτικές κρίσεις. Οι επιληπτικές κρίσεις διακρίνονται σε εστιακές, που επικεντρώνονται στο ένα ημισφαίριο του εγκεφάλου και σεγενικευμένες που αφορούν και τα δύο. 

    Για την αντιμετώπιση της επιληψίας χορηγείται αντιεπιληπτική φαρμακευτική αγωγή. Τα αντιεπιληπτικά φάρμακα θεωρούνται μέχρι σήμερα η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων, εφόσον επιλεγούν τα κατάλληλα και χορηγηθούν στη σωστή δόση. Στόχος είναι να ελεγχθούν οι επιληπτικοί σπασμοί όταν πρωτοεμφανισθούν, ώστε να προληφθούν τυχόν επιπλοκές. Στα παιδιά η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής δεν είναι απαραίτητα χρόνια, αφού σε πολλές περιπτώσεις με την ωρίμανση του νευρικού τους συστήματος όσο μεγαλώνουν η επιληψία εκλείπει.  

    Αν η επιληψία δεν μπορεί να ελεγχθεί, θεωρείται φαρμακοανθεκτική και προκρίνονται άλλες θεραπευτικές πρακτικές, μεταξύ των οποίων η χειρουργική προσέγγιση, η διέγερση του πνευμονογαστρικού νεύρου και η κετογενής δίαιτα. Οκτώ στα δέκα παιδιά απαλλάσσονται τελικά από τις επιληπτικές κρίσεις, ένα ποσοστό όμως αυτών που θα λάβει φαρμακευτική αγωγή θα εξακολουθήσει να έχει επιληπτικές κρίσεις ανθεκτικές στα φάρμακα.

    Η ψυχολογία ενός επιληπτικού παιδιού

    Ένα παιδί με επιληψία δέχεται πλήγμα στην αυτοπεποίθησή του, αντιμετωπίζει τον εαυτό του διαφορετικά και έχει έναν διαρκή φόβο για το πότε θα συμβεί η επόμενη επιληπτική κρίση. Συχνά απομονώνεται και περιθωριοποιείται.

    Σε αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των γονιών. Άλλωστε, είναι οι γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον που θα βρεθούν πιο συχνά ενώπιον μιας επιληπτικής κρίσης, γι’ αυτό και πρέπει να είναι ενημερωμένοι και προετοιμασμένοι τόσο γνωστικά όσο και ψυχολογικά, για να στηρίξουν το παιδί τους. Το πρώτο τους μέλημα είναι η εφαρμογή της θεραπείας και η παρακολούθηση της επίδρασής της στο παιδί και το βασικότερο να φροντίζουν να ζει το παιδί τους μια φυσιολογική ζωή

    Τα παιδιά με επιληψία συχνά αντιμετωπίζουν κοινωνικές προκαταλήψεις που επιτείνουν το πρόβλημά τους και δημιουργούν ζητήματα με μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ζωές τους ακόμα και από την ίδια την πάθησή τους. Γι’ αυτό και  οι δάσκαλοι και οι καθηγητές πρέπει να ενημερώνονται από τους γονείς, ώστε να είναι προετοιμασμένοι και να μπορούν με ψυχραιμία να αντιδράσουν σε ένα έκτακτο περιστατικό. Παράλληλα, όμως οφείλουν να δημιουργήσουν έναασφαλές περιβάλλον εντός της σχολικής κοινότητας, προστατεύοντας το παιδί και προσφέροντάς του ίσες ευκαιρίες. Άλλωστε, στην πλειονότητά τους τα παιδιά με επιληψία που έχει τεθεί υπό έλεγχο δεν υστερούν σε μαθησιακές ικανότητες και σχολικές επιδόσεις και είναι το ίδιο έξυπνα με τα υπόλοιπα. Υπάρχει βέβαια και ένα ποσοστό που αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα, όπως διάσπαση προσοχής ή μαθησιακές δυσκολίες, που ενδεχομένως να χρειαστεί περισσότερη προσοχή και ιδιαίτερη εκπαιδευτική αντιμετώπιση. Σε κάθε περίπτωση αυτά τα προβλήματα δεν είναι απόρροια της επιληψίας, αλλά της εγκεφαλικής βλάβης που εξαρχής προκάλεσε την επιληψία. Ειδικά δε σε πολύ μικρά παιδιά, όπου δεν έχει επιτευχθεί ο έλεγχος της επιληψίας, μπορεί η νευρο-αναπτυξιακή τους κατάσταση να επιδεινωθεί εξαιτίας της συχνής επιληπτικής δραστηριότητας, οδηγώντας σε αναπτυξιακή και επιληπτική εγκεφαλοπάθεια.

    Ένα παιδί με επιληψία μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να αναπτυχθεί χωρίς πρόβλημα. Η άμεση δράση των γονιών και η επιλογή της κατάλληλης θεραπείας είναι πολύ σημαντικές, ώστε η κατάσταση αυτή να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.