+30 2310 984000
  • Ελληνικά
  • English
  • Τρανσαμινάσες: τι είναι και πότε αυξάνονται;

    Τι είναι οι τρανσαμινάσες; 

    Οι τρανσαμινάσες (ALT και AST) είναι ένζυμα που βρίσκονται στα κύτταρα του ήπατος. Όταν το ήπαρ ερεθιστεί ή υποστεί βλάβη, τα ένζυμα αυτά «διαρρέουν» στο αίμα και έτσι οι τιμές τους στις εξετάσεις ανεβαίνουν. 

    Πόσο συχνά βρίσκουμε αυξημένες τιμές; 

    Σήμερα, η ευρεία διαθεσιμότητα και συχνή χρήση των βιοχημικών εξετάσεων έχουν οδηγήσει σήμερα σε αύξηση της συχνότητας ανεύρεσης παθολογικών τιμών της ηπατικής βιοχημείας.  

    Έτσι, υπολογίζεται ότι περίπου 1–4% των ανθρώπων, χωρίς συμπτώματα, μπορεί να εμφανίζουν παθολογικές τιμές. 

    Ποια τα αίτια των αυξημένων τιμών 

    Το λιπώδες ήπαρ 

    Η διάγνωση γίνεται με αιματολογικές εξετάσεις όπως γενική αίματος, φερριτίνη, σίδηρος ορού, ολική σιδηροδεσμευτική ικανότητα (TIBC). Με τον έλεγχο αυτό αξιολογείται η έλλειψη σιδήρου και το στάδιο της αναιμίας.

    Η συνηθέστερη αιτία ήπιας αύξησης είναι η εναπόθεση λίπους στο ήπαρ – γνωστή και ως «λιπώδης διήθηση» ή «λιπώδες ήπαρ». Αυτό σχετίζεται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής: 

    • Διατροφή πλούσια σε λιπαρά και κόκκινο κρέας 
    • Φτωχή σε φυτικές ίνες 
    • Λιγοστή σωματική άσκηση 

    Μερικές φορές, η λιπώδης διήθηση μπορεί να συνοδεύεται από ικανή φλεγμονή / νέκρωση ηπατοκυττάρων, δηλαδή στεατοηπατίτιδα.  

    Διάγνωση και αντιμετώπιση του λιπώδους ήπατος 
    Η συχνότητα της λιπώδους διήθησης στον γενικό πληθυσμό δεν μπορεί επακριβώς να εκτιμηθεί, δεδομένου ότι οι περισσότερες περιπτώσεις είναι τελείως ασυμπτωματικές. Επειδή καμία εξέταση αίματος δεν θέτει τη διάγνωση, όταν υπάρχει υπόνοια λιπώδους διήθησης θα πρέπει να γίνει αρχικά αποκλεισμός των άλλων αιτίων ηπατοπάθειας με ειδικές εξετάσεις. Το υπερηχογράφημα ήπατος μπορεί να απεικονίσει την εναπόθεση του λίπους στο ηπατικό παρέγχυμα, όπως και η αξονική ή η μαγνητική τομογραφία. Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με πιθανή διάγνωση λιπώδους διήθησης, η αντιμετώπιση περιλαμβάνει αλλαγή του τρόπου ζωής (σωματική άσκηση και βελτίωση της δίαιτας), απώλεια σωματικού βάρους, διακοπή πιθανών ηπατοτοξικών φαρμάκων, καθώς και ρύθμιση του διαβήτη και της υπερλιπιδαιμίας. 

    Η ηπατίτιδα Β και C 

    Δύο συχνοί «ένοχοι» για αυξημένες τρανσαμινάσες είναι οι ιοί της ηπατίτιδας B και C. Η συχνότητα της λοίμωξης από τον ιό της ηπατίτιδας C φτάνει το 2% και της ηπατίτιδας Β το 0,1-2% του γενικού πληθυσμού σε Αμερική και Δυτική Ευρώπη. Γενικά το 20-30% των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C θα αναπτύξει κίρρωση του ήπατος μετά από 15 έτη περίπου. 

    Όλοι οι ασθενείς με παθολογικές τρανσαμινάσες θα πρέπει να ρωτώνται για πιθανούς παράγοντες κινδύνου μόλυνσης από ιούς της ηπατίτιδας (ιστορικό χρήσης ενδοφλέβιων ουσιών, ιστορικό μετάγγισης πριν από το 1991 καθώς και σεξουαλική επαφή με μολυσμένο άτομο). 

    Η διάγνωση πιστοποιείται με ειδικές ορολογικές εξετάσεις (anti-HCV για την ηπατίτιδα C, HBsAg για την ηπατίτιδα Β).  

    Άλλοι ιοί 

    Πέρα από την ηπατίτιδα B και C, και άλλοι ιοί (π.χ. οι λεγόμενοι «μη ειδικοί ηπατοτρόποι ιοί») μπορούν να προκαλέσουν προσωρινή αύξηση τρανσαμινασών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η αύξηση είναι παροδική και δεν οδηγεί σε χρόνια βλάβη. 

    Φάρμακα και φυτικά σκευάσματα 

    Πολλά φάρμακα αλλά και κάποια φυτικά προϊόντα μπορεί να αυξήσουν τις τρανσαμινάσες ή ακόμη και να προκαλέσουν σοβαρή ηπατική βλάβη. Για αυτό είναι σημαντικό να ενημερώνεται πάντα ο γιατρός για τυχόν φαρμακευτική ή φυτική αγωγή. 

    Σπάνια αίτια 

    Η αυτοάνοση ηπατίτιδα, η κληρονομική αιμοχρωμάτωση και η νόσος του Wilson αποτελούν άλλα σπανιότερα αίτια αυξημένων τρανσαμινασών που αποκλείονται με ειδικές εξετάσεις. 

    Όταν οι τιμές εκτοξεύονται: 

    Σε κάποιες περιπτώσεις οι τρανσαμινάσες μπορεί να αυξηθούν περισσότερο από 15 φορές πάνω από το φυσιολογικό. Τότε οι πιο συχνοί λόγοι είναι: 

    • Οξείες ιογενής ηπατίτιδες 
    • Λήψη φαρμακευτικής αγωγής 
    • Ισχαιμική ηπατίτιδα κυρίως σε ασθενείς με σοβαρή καρδιοπάθεια ή αιμοδυναμική αστάθεια 

    Συμπερασματικά, η αύξηση των τρανσαμινασών αποτελεί μία ένδειξη που πρέπει πάντα να διερευνάται. Ο γιατρός, με βάση το ιστορικό, τις εξετάσεις και την κλινική εικόνα, μπορεί να εντοπίσει την αιτία και να καθοδηγήσει στη σωστή αντιμετώπιση. 

    **Του Δημήτριου Τραγιαννίδη, Ειδικού Γαστρεντερολόγου, Συνεργάτη της Κλινικής ΓΕΝΕΣΙΣ